- μελοψιττακός
- οζωολ. γένος ψιττακόμορφων πτηνών τής οικογένειας psittacidae.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παπαγαλάκι — (psittacula). Γένος πουλιών της οικογένειας των ψιττακιδών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία ψιττακίσκος. Το γένος αριθμεί διάφορα πουλιά που ζουν στην Αυστραλία, στο Μεξικό και στη Βραζιλία. Έχουν κοντό ράμφος και μακριές φτερούγες. Τα… … Dictionary of Greek
παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… … Dictionary of Greek